ποιμαντικῆς

ποιμαντικῆς
ποιμαντικός
pastoral
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • паствиньныи — (2*) пр. к паствина. 1.В 1 знач.: Аще мѣсто паствиньно вд(а)хъ въ наемъ и ѿ сущи(х) на немь злыхъ зѣлии врѣдѧтьсѧ или изъмруть ѡвцѣ. (βοσκήν) КР 1284, 295г. 2. В 3 знач.: дѣло паствиньное что есть ино еже прилежати пастуху приимшему стадо.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • паствьныи — (2*) пр. к паства. 1.В 1 знач. Паствьноѥ средн. в роли с.: Сверши ми люди своимь стадомь. и по семь || пастуху нынѣ же и началнику пастырь. наѹчи мене нѣчто ѡ паственѣмь люди си˫а ѡ покореньи. (ποιμαντικῆς) ГБ к. XIV, 109в–г. 2. Во 2 знач.: ˫ако… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • γερμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αποκεφαλίστηκε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας κατά τους διωγμούς του Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Νοεμβρίου. 2. Μαρτύρησε την εποχή του Τραϊανού. Η μνήμη του τιμάται στις 7… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • πρακτικός — ἡ, ὁ / πρακτικός, ἡ, όν, ΝΜΑ, και πραχτικός Ν [πρακτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πράξη, στην πείρα, εμπειρικός (α. «πρακτική αριθμητική» β. «πρακτικές γνώσεις» γ. «πρακτική λύση» δ. «πρακτικός βίος» ενεργητικός βίος, Αριστοτ. ε.… …   Dictionary of Greek

  • Αλιβιζάτος, Αμίλκας — (Ληξούρι 1887 – 1969).Θεολόγος και συγγραφέας. Διετέλεσε καθηγητής του κανονικού δικαίου και της ποιμαντικής στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1918 57) και ακαδημαϊκός (1962). Γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλονιάς και σπούδασε θεολογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”